- αρρωστιάρης, -α, -ικο
- επίρρ. -ικα φιλάσθενος, καχεκτικός: Δεν τον είδες τι αρρωστιάρης που είναι;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζαμπούνης, -α, -ικο — και ζαμπουνιάρης, α, ικο 1. αρρωστιάρης: Πάλι αρρώστησε ο ζαμπουνιάρης. 2. άρρωστος, κακοδιάθετος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτικιάρης, -α, -ικο — 1. ο φυματικός, ο χτικιασμένος. 2. ο αδύναμος, ο αρρωστιάρης: Δεν τον παντρεύομαι αυτόν το χτικιάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτικιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση 2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
κιτρινιάρης, -άρα, -άρικο — κιτρινιάρης, α, ικο αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, αρρωστιάρης: Μας κάνει τον καμπόσο, ο κιτρινιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)